Η βαλίτσα του Ακριθάκη
Εν αρχή ην το τσίκι-τσίκι. ‘Ενα παιδί μουτζουρώνει χαρτιά με μεγάλη σοβαρότητα. Ζωγραφίζει παιχνίδια: ένα αεροπλανάκι, μία βάρκα, τη ρόδα του λούνα-παρκ. Λαμπάκια αναβοσβύνουν. Το ξύλινο αλογάκι χλιμιντρίζει. Ακούγεται ο κρότος μιας ροκάνας – κι όλα τινάζονται στον αέρα. Τότε ο Αλέξης παίρνει μια βαλίτσα κι αρχίζει να τριγυρνάει στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για να βρεί τα συντρίμια. Κι είναι τόση η επιμονή του, που όλο και κάτι βρίσκει: το ξεβαμμένο ξύλο μιας βάρκας, το χέρι μιας κούκλας, μισό φτερό αεροπλάνου. Τα μαζεύει και τα βάζει μέσα στη βαλίτσα. Προσπαθεί να ανασυναρμολογήσει το παιδικό όνειρο. Το θαλασσόξυλο είναι μια βάρκα, το φτερό του αεροπλάνου κατάρτι, το χέρι της κούκλας πηδάλιο. Πάνω σε μια χάρτινη θάλασσα ζωγραφίζει βέλη πορείας για να μη χάσει κι αυτό το παιχνίδι το δρόμο του και βουλιάξει. Το ξαναβάζει στη βαλίτσα, κι αρχίζει να γυρίζει τον κόσμο. Ψάχνει να βρει μεγάλους που ΄ναι κι αυτοί παιδιά, και τότε ανοίγει τη βαλίτσα και τους δείχνει το παράξενο παιχνίδι. Για όλους τους άλλους η βαλίτσα μένει κλειστή. Μα ταξιδεύει. Οι βαλίτσες είναι για να ταξιδεύουν. Κι αυτό που έχει σημασία είναι το ταξίδι – όχι;
Από το περιοδικό "λέξη", Αθήνα, 1982
Χρήστος Ιωακειμίδης
Μια εκρηκτική ευθυμία ξεχύνεται από τις εικόνες του Αλέξη Ακριθάκη, ευθυμία κολλητική που μας καλεί να χαρούμε κι εμείς, να παίξουμε κι εμείς στο πολύβουο λιβάδι, να μπούμε στο πολύχρωμο Λούνα Παρκ που τα δυνατά του φώτα διαφέγγουν τα πάθη.
Ένας μικρόκοσμος σε ρέουσα κίνηση, σε αέναη δράση, μία μπαρόκ γιορτή καθημερινή, ξετυλίγεται μπρος μας, εδώ αυτό που πιάνει το μάτι μας έχει μετουσιωθεί στα μικρά και αρχέτυπα αντικείμενα και αφήνει να διαφανεί η εικόνα μιας άμεσης εμπειρίας του κόσμου – όπως μέσα στ’ όνειρο.
Ο εικονικός κόσμος του Ακριθάκη δεν είναι φυγή από την πολύπλοκη αυτή εμπειρία, απλώς ζητά να δώσει ανθρώπινη μορφή στη δομή της, αναλύοντάς την στα συνθετικά της στοιχεία. Άνθη και άνθρωποι, ποδήλατα ρόδες και σημαίες, η καρδιά κι ο ήλιος, είναι το σκηνικό μιας πραγματικότητας, που έχει μετουσιωθεί στη σφαίρα του παιχνιδιού. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι εικόνες του Ακριθάκη αντιστοιχούν ζωγραφικά στο όραμα της ευτυχίας του Herbert Marcuse.
Έχουμε εδώ την πολύ προσωπική μυθολογία ενός ονειροπόλου, που καθώς τον ξυπνάν τα ίδια πυροτεχνήματα, απορεί ολοένα για την υφή του κόσμου και καθρεφτίζει την απορία του αυτή στην αυτόματη σχεδόν ζωγραφική πράξη.
Κείμενο για τον κατάλογο της έκθεσης του Αλέξη Ακριθάκη στο Goethe Institut, Αθήνα, 1968
Ντένης Ζαχαρόπουλος
Μέσα στον στρόβιλο της επανάληψης, η διαφοράΧειρονομία, με τεντωμένο νεύρο, γεμίζει ασταμάτητα τετραγωνικά χιλιόμετρα χαρτιού, μουσαμά, ξύλου. Αποτύπωμα, χνάρι του θηρίου στο έδαφος: το έδαφος χώρος κοινής συνεύρεσης, ξέφωτο, πέρασμα - κι εμείς κυνηγοί πίσω απ' το χνάρι, ανιχνεύοντας τη διαδρομή του θηρίου: θηρίο, σημασία.
Χνάρι, πατημασιά σαν του Αγαμέμνωνα όπου θα μπει το ποδάρι του Ορέστη: αναγνώριση.
Σημασία είναι η αναγνώριση μέσα σ’ έναν αυθαίρετο κώδικα σχημάτων. Τόξο, σύννεφο, βαλίτσα, αεροπλάνο, προσκυνητάρι, καρδιά, βαπόρι, ήλιος κ.ο.κ. συνιστούν ένα συγκεκριμένο κώδικα κυκλοφορίας της σημασίας μέσα στο στερεότυπο της αναπαράστασης: εικόνα – selfimage- ταυτότητα. Σαν λέξεις στoυς στίχους του λαϊκού τραγουδιού, συνεχής επανάληψη, παραλλαγή, διαφορά κι επανάληψη: αλφάβητο της "μεταφοράς".
Συνεχώς η ιστορία, προσωπική και γενική - γιατί το προσωπικό είναι το γενικό- μεταφέρεται στην εναλλαγή των σχημάτων. Ιστορία σαν όνειρο Traumgeschichte και day dreaming απολιθώματα του αποφευχθέντος θανάτου. Το τσόφλι του αυγού, η ουρά της σαύρας, το πουκάμισο του φιδιού, οι πλάκες στην κοιλιά της χελώνας μετρούν τις φάσεις της συνεχούς μεταμόρφωσης: Πρωτέας.
Περιπέτεια, ανακοπή, αναποδογύρισμα: πάνω κάτω χτες τα κάναμε. Και το χτες είναι καθημερινό: έκπληξη να ξυπνάς κάθε μέρα με τον πόνο της χτεσινής νύχτας – νύχτα και μέρα το ίδιο – σα μελανιά, σα σημάδι αποτυπωμένο επάνω σου. Στο τέλος, χάνεται το σώμα κάτω απ’ τα πολλά σημάδια και μόνη μαρτυρία μένει η ένταση της χειρονομίας στο χαρτί: χειρονομία, γραφή του σώματος: σώμα, αποτύπωμα του χρόνου κι ο θάνατος, τέλος οριστικό κι αναπόφευκτο, ο θάνατος ο δικός σου και των άλλων – και στο τέλος των άλλων μόνο: ο δικός σου χάνεται κάτω από τα σημάδια.
Κι η χειρονομία γράφει τα σημάδια που σκεπάζουν το θάνατο, όπως εκείνη που δίνει το θάνατο ακριβώς για να τον σκεπάσει. Ο θάνατος που δίνεις στον εαυτό σου είναι άλλος θάνατος και σαν άλλος, ο μόνος δικός σου θάνατος.
Κι η χειρονομία γράφει τα ψηφία του θανάτου καθαρά σαν σε τετράδιο καλού μαθητού: εξοικείωση με το σώμα του.
Η πολυτέλεια της τέχνης αυτής είναι η δυνατότητα της εξοικείωσης με το θάνατο, η ενσωμάτωση του φόβου στην ταυτότητά της, η γύμνια της γραφής, γύμνια της, το κορμί μαρμάρινος οβελίσκος με τα σημάδια χαραγμένα – ιστορία ολόκληρη – επάνω.
“Τέχνη είναι ο βαθύς πόνος. Τέχνη είναι ο βαθύς έρωτας. Τέχνη είναι το προθανάτιο γέλιο. Τέχνη είμαστε ΕΜΕΙΣ μ’ όλα τα ελαττώματα και τα πάθη. Δεν υπάρχει προτέρημα στην τέχνη” (Αλέξης Ακριθάκης)
Κι όμως υπάρχουν αρετές στην τέχνη - έστω και μόνη – να μπορεί να ξεφεύγει απ’ τον εαυτό της, να μην τελιώνεται, να μένει κίνηση, μεταμόρφωση κι όσο έντονα μπορεί ν’ αντιδρά, ν’ ανατρέπεται και ν’ ανατρέπει.
Τα υλίκα, τα ξύλα κι ότι αντικείμενα προσωπικής κοινωνικής μνήμης , μνήμης του χώρου, βγαλμένα απ’ την πραγματική φθορά του χρόνου, τη φθορά της χρηστικότητας, συνευρίσκονται μετέωρα, στον κλειστό χώρο του πίνακα, σκηνές θεάτρου, άχρηστα αντικείμενα, μοιρολατρικά, προσαρμόζονται το ένα στο άλλο, συνθλίβονται κάτω απ’ το βάρος του συνειρμού, της συναίρεσης – κάθε γραφή του υλικού, υλική γραφή, ανήκει σε μια σημαδιακή σειρά, σειρά χωρίς λογική συνέχεια, μόνο συνέπεια κωδική, τακτική. Το τυχαίο στην αντικειμενική του διάσταση. Οι σημασίες, κάθε μια, έρχονται από άλλο σημασιακό χώρο. Το απρόοπτο συστηματικοποίειται κι ο σημασιακός κώδικας λειτουργεί αντίστροφα, ανατρέποντας συνεχώς τη σημσία της κρατούσας, στερεότυπης ιδεολογικής, επικοινωνίας. Η επίμονη αλλοίωση κάθε στοιχείου, η καταγραφή του σημαινόμενου, ο αναγραμματισμός κι η μεταφορική γραφή συνιστούν ένα χωρίο-όριο της ορθολογιστικής γλώσσας. Ουτοπική διάλεκτος, esperando, desperados, σεισμογράφος της αντίστασης κατά της αρχής, τέλος ματατοπιζόμενο συνεχώς, τέλος της σημασίας.
Κινούμενα σχέδια, κινούμενα όπως το Rocking chair που διηγείται κι ο Ακριθάκης ζωγραφίζει, γράφει, μηχανικά σαν παιχνίδι, σαν τεστ ψυχιατρείου. Μηχανικά σαν τις μηχανές του Ιούλιου Βερν, του Ουέλς, η μηχανή που τρέχει μέσα στο χρόνο. Rayogramme της μνήμης, της μνήμης του μέλλοντος, φαντασία, έξω από γνωστικές κατηγορίες: ναι, πως θα είναι σύμμιξη γλωσσών, κράμα εκφραστικών μέσων, ιερογλυφικά, ιδεογραμματική γλώσσα, όπου οι έννοιες και τα σχήματα τούτα, χωρίς αναπαράσταση.
Le tempes reperdu κι η τέχνη είμαστε ΕΜΕΙΣ και δεν υπάρχει τέχνη έξω απ’ την περίσταση που την παράγει και δεν υπάρχει περίσταση τέτοια χωρίς την ανάγκη του ανθρώπου – κάποιου πάντα διαφορετικού – να πει αυτό, που συστηματικά κάθε κοινωνία του εμποδίζει, και δεν υπάρχει τέχνη χωρίς πάθη κι ελαττώματα κι όσο πιο μεγάλα τα πάθη τόσο πιο βαθειά κι η σχέση της τέχνης με την ιστορία κι όσο πιο μεγάλα τα ελαττώματα τόσο πιο ριζική η επέμβασή της. Γιατί ελάττωμα δεν είναι, ό,τι ξεφεύγει από το κοινό μέτρο και πάθος, ό,τι προσπαθεί να σπάσει το κοινό μέτρο κι η τέχνη δεν είναι παρά ελάττωμα και πάθος μίας κοινωνίας, παρά η ιστορία της ανεστραμμένη.
Η ιστορία πάει με τους νικητές, η τέχνη με τους χαμένους.
Κι ο χαμένος χρόνος είναι χαμένος για πάντα.
Αθήνα 1977
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Κύματα», Δεκέμβριος 1982, τεύχος 6-7
και στο περιοδικό «ARTI», Μάρτιος 1991, τεύχος 4
Νάνος Βαλαωρίτης
Η σπειροειδής χαίτη ενός αποτυχημένου φεγγαριού που πήγε να γίνει άνθρωπος – χρωματιστή έντερο-εντομολογία - το γράμμα 4, ο αριθμός Ω, ερωτηματικά, μαμούνια, καρδιές σε όλα τα μεγέθη, σε όλα τα χρώματα, βέλη, φυτά, ανθρωπάκια με φωτιές και ήλιοι, σταυρός ή σφυροδρέπανο, αδιάφορο τι – τριβόλια, όπως τα σκουληκάκια μέσα στο φρούτο. Το ηρωικό κατσαβίδι με το παξιμάδι του και με την αλυσίδα – ο θρόνος της καρδιάς, το απροσδόκητο αυτό ξέσπασμα είναι σαν μία βροχή ανοιξιάτικη που φέρνει πάνω στης γης την επιφάνεια όχι μόνο τα χόρτα και τα λουλούδια αλλά κι όλα τα μικροσκοπικά πλάσματα της οικουμένης.
Σ’ ένα καιρό, που ο μαζικός τουρισμός και η εργασία στα ξένα έχουν πάρει τις διαστάσεις μιας νέας μετανάστευσης των λαών, η διεθνής ανταλλαγή ιδεών και εμπειριών έχει γίνει πιο απαραίτητη από ποτέ άλλοτε, για να μπορέσει ν’ αναπτυχθεί κατανόηση και ανεκτικότητα ανάμεσα στους λαούς. Και τούτο ισχύει ιδιαίτερα στον καλλιτεχνικό τομέα, στον τομέα ακριβώς που το Πρόγραμμα Καλλιτεχνικών Ανταλλαγών του Βερολίνου προσπαθεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του.